- καραβοτσάκισμα
- τοναυάγιο, καταστροφή: Δεν αντέχει άλλο καραβοτσάκισμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καραβοτσάκισμα — το το αποτέλεσμα τού καραβοτσακίζομαι* … Dictionary of Greek
ναυάγισμα — το συντριβή πλοίου, καραβοτσάκισμα, ναυάγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναυαγίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1881 στη μετατύπωση τής Φυλλάδας τού Σεβάχ Θαλασσινού] … Dictionary of Greek
ναυαγία — και ιων. τ. ναυηγίη, ἡ (Α) [ναυαγός] συντριβή πλοίου, καραβοτσάκισμα, ναυάγιο («ἐν χειμῶνι καὶ ναυαγίαις», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
ναυαγησμός — ναυαγησμός, ὁ (Α) ναυαγία*, συντριβή πλοίου, καραβοτσάκισμα, ναυάγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναυαγῶ + κατάλ. σμός, κατά τα ουσ. σε ισμός (< ρ. σε ίζω), πρβλ. νουθετῶ: νουθετη σμός] … Dictionary of Greek